- υπερφαγία
- η, Ν(ιατρ.-ψυχολ.) παθολογική υπερκατανάλωση φαγητού που οφείλεται σε βλάβη ορισμένων περιοχών τού υποθαλάμου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperphagia].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παγκρεατίτιδα — Οξεία ή χρόνια φλεγμονή του παγκρέατος. Μπορεί να είναι οιδηματώδης, αιμορραγική, νευρωτική ή πυώδης. Προέρχεται από υπερφαγία, από ασθένειες του στομάχου, του δωδεκαδακτύλου, των χοληφόρων αγωγών ή του ήπατος ή και από στένωση των αγωγών του… … Dictionary of Greek